τρυπάνι

τρυπάνι
το / τρυπάνιον, ΝΜΑ [τρύπανον]
νεοελλ.
1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω εργαλείο
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό τρύπανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρυπάνι — τρυπάνι, το και τρύπανο, το 1. εργαλείο με μεταλλικό μυτερό και ελικωτό στέλεχος που περιστρέφεται και έτσι ανοίγουμε τρύπες σε ξύλα, μέταλλα κτλ., το τριβέλι. 2. παρόμοιο χειρουργικό εργαλείο για κόκαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέρετρο — το / τέρετρον, ΝΑ ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι νεοελλ. ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • αμπελοτρύπανο — το τρυπάνι με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα κλημάτων αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + τρυπάνι] …   Dictionary of Greek

  • εκτρύπημα — ἐκτρύπημα, το (Α) 1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα τού ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια 2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτρύπανον — τὸ, Α τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο τρύπανον)] …   Dictionary of Greek

  • τορογλυφεύς — έως, ὁ, Α γλύφανο ή τρυπάνι που χρησιμοποιούσαν οι κατασκευαστές αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος «τρυπάνι» + γλύφω + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • τριβέλι — το, και τριβέλα, η, Ν 1. τρυπάνι 2. φρ. «τού έγινε τριβέλι» τού έγινε ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τριβέλλιν < τρεβέλλιον < λατ. terebellium / terebella «τρυπάνι», κατ επίδραση τού τρύπανον] …   Dictionary of Greek

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • αρίδι — το [αρίδα] μικρό τρυπάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”